Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2008

'Εγκλημα και Τιμωρία..



Τι οδηγεί κάποιον στο να βιαιοπραγήσει και να διαπράξει κάποιο έγκλημα? Συστηματικές έρευνες για τις αιτίες της εγκληματικότητας άρχισαν μετά το δεύτερο μισό του 19 αι. με ιδιαίτερη έμφαση στη σχέση της με τις ψυχικές νόσους, σχέση που ήταν ήδη γνωστή από την αρχαιότητα. Απ' αυτή την άποψη η εγκληματικότητα μπορεί να θεωρηθεί και οτι κληρονομείται, στον βαθμό τουλάχιστον που κληρονομούνται οι διάφορες ψυχικές ιδιότητες των οποίων ορισμένοι συνδυασμοί μπορούν να κάνουν το άτομο επιρρεπές στο έγκλημα, σύμφωνα με τον Φρόϋντ.

Με το πέρας του χρόνου άρχισαν να διατυπώνονται διαφορετικές απόψεις περί του θέματος αντιμετωπίζοντας το από την κοινωνική του πλευρά και πλησιάζοντας στην λύση του προβλήματος. Η χρονική πίεση, η συνύπαρξη μεγάλου αριθμού ανθρώπων σε περιορισμένο χώρο, η αδυναμία γαλήνης είναι παράγοντες που επιτείνουν την εγκληματικότητα. Πολλοί είναι οι νέοι που πιστεύουν πως η κοινωνία τους αρνείται την απόκτηση ¨αγαθών¨, που η ίδια τους έχει μάθει να τα θεωρούν αναπόσπαστα στοιχεία της προσωπικότητας και της εν γένει ζωής τους. Δεν μπορούν να τ' αποκτήσουν νόμιμα, τ' αποκτούν με κάθε μέσο παράνομα. Η απόκτηση ολοένα και περισσοτέρων αγαθών που θεωρείται το πρότυπο της επιτυχίας -καταλυτικός παράγοντας η διαφήμιση- συχνά οδηγεί το άτομο σε αντικοινωνική συμπεριφορά. Πρόκειται για ανάγκη που όταν δέν ικανοποιείται, το άτομο νιώθει παραπεταμένο, ένα ''κοινωνικό σκουπίδι''.

Η περίπτωση της Αμερικής για παράδειγμα είναι χαρακτηριστική. Οι δολοφονίες επωνύμων και πολιτικών όπως του Τζών και του Ρόμπερτ Κέννεντυ, του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και τόσων άλλων είναι μια απειροελάχιστη έκφραση της φρίκης της εγκληματικότητας. Σε μια κοινωνία όπου ισχύει ο ανταγωνισμός χωρίς όρια σαν βασικός γνώμονας ζωής, όπου επικρατεί το δίκαιο του ισχυροτέρου και ο νόμος της ζούγκλας, όπου τα όρια μεταξύ νόμιμου και παράνομου είναι δυσδιάκριτα, το ποιός είναι εγκληματίας κρίνεται απο το αποτέλεσμα. 'Οποιος αποτυγχάνει στιγματίζεται ως εγκληματίας, όποιος πετυχαίνει ''νομιμοποιείται'' κοινωνικά χωρίς να υπολογίζονται τα μέσα που χρησιμοποίησε για να πετύχει.

Όσον αφορά την έξαρση της εγκληματικότητας στη χώρα μας πολλοί θα σπεύσουν να κατηγορήσουν τις ομάδες αλλοδαπών, οτι αποτελούν την κύρια πηγή κακού κοκ. Μπορεί όντως κάποιο ποσοστό εγκλημάτων να οφείλεται σ' αυτούς, εντούτοις η κύρια πηγή του προβλήματος εντοπίζεται αλλού. Το γεγονός οτι μέσα σε μια τριακονταετία ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων της υπαίθρου παράτησε τις μικρές κοινωνίες με το όραμα και την ελπίδα να ζήσουν έξω απο την μιζέρια της αγροτικής ζωής επιδείνωσε σημαντικά την κατάσταση. Πλέον οι άνθρωποι έμαθαν να επιβιώνουν με χίλιες δυο μεσολαβήσεις, ευκαιριακά. Η περιφρόνηση όσων πράγματι κρατούσαν όρθια την ελληνική οικονομία και κατ' επέκταση των επαγγελμάτων τους -τεχνίτες, χειρωνακτικές εργασίες- ήταν δεδομένη απο το σύνολο σχεδόν των πολιτών. Αντίθετα, το μοντέλο ζωής που επικρατούσε ήταν η αλόγιστη κατανάλωση, η ''απλοχεριά'' και οι επιδεικτικές συμπεριφορές.

Το να εγκληματίσει κανείς, σαφώς και αποτελεί αντικοινωνική ενέργεια, στρέφεται όμως και ενάντια στον ίδιο τον δράστη που είναι και αυτός μέλος της κοινωνίας. Δρά αυτοκαταστροφικά, διότι είναι το τέλος του, η συντριβή της ζωής του απο κάθε άποψη, υλική, ηθική, ψυχική και πνευματική. Πέρα απο τις τύψεις που μπορεί να νιώσει και το αίσθημα της εκδίκησης, ο δράστης ενδιαφέρεται για το πώς βλέπουν οι άλλοι το ζήτημα. Εγκληματεί για να δώσει την εντύπωση πως είναι κάποιος που πρέπει να ''λογαριάζεται''. Υπάρχει η εντύπωση οτι η έξαρση της εγκληματικότητας θα ξεπεραστεί με την καλύτερη λειτουργία των μονάδων καταστολής, με αυστηρότερες ποινές, με ισχυρά μέτρα αστυνόμευσης κά. Όμως το οποιοδήποτε έγκλημα δεν αντιμετωπίζεται με καμιά απειλή και φόβο για ποινή. Όσο οι κοινωνικές συνθήκες γίνονται πιό σκληρές, τόσο θα ξυπνάνε ''πρωτόγονες'' και εγκληματικές συμπεριφορές.